ἀκρωτηρίασαν

ἀκρωτηρίασαν
ἀ̱κρωτηρίασαν , ἀκρωτηριάζω
cut off
aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀκρωτηριάζω
cut off
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκρωτηριάσαν — ἀκρωτηριάζω cut off aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυναίγειρος — (; – 490 π.Χ.). Αθηναίος μαραθωνομάχος. Ήταν αδελφός του Αισχύλου και γιος του Ευφορίωνα. Όταν οι Πέρσες νικήθηκαν στη μάχη του Μαραθώνα, άρχισαν να υποχωρούν προς τα πλοία τους για να φύγουν. Σε παράδοση που σώζεται από τον Ηρόδοτο, ο Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Οσμάν — I Ο τρίτος μουσουλμάνος χαλίφης. Αναφέρεται και με το όνομα Οσμάν ιμπν Αφάν, συγγενής και γαμπρός του ιδρυτή της μουσουλμανικής θρησκείας Μωάμεθ. Στην εποχή του διωγμού του Μωάμεθ κατέφυγε με τη σύζυγό του στην Αιθιοπία, και ξαναγύρισε στη Μέκκα… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτηριάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κόβω από κάτι τα άκρα: Βρέθηκαν αγάλματα ακρωτηριασμένα. 2. περικόβω, κολοβώνω: Η Γερμανία βγήκε ακρωτηριασμένη από το β παγκόσμιο πόλεμο. 3. (ιατρ.), κόβω ένα μέλος του σώματος που δεν μπορεί να θεραπευτεί: Του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”